εκτοξεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκτοξεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτοξεύω
- θα εκτοξεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτοξεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεκτοξεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτόξευση