incinération
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- incinération < δημώδης λατινική incineratio
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incinération | incinérations |
incinération (fr) θηλυκό
- η κατάκαυση, η αποτέφρωση
ενικός | πληθυντικός |
incinération | incinérations |
incinération (fr) θηλυκό