incinérateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- incinérateur < incinérer
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.si.ne.ʁa.tœːʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incinérateur | incinérateurs |
incinérateur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
incinérateur | incinérateurs |
incinérateur (fr) αρσενικό