αποτεφρωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτεφρωτήρας < ρήμα αποτεφρώνω (αποτεφρω-) + επίθημα -τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτεφρωτήρας αρσενικό
- συσκευή ή εγκατάσταση που με τη χρήση υψηλών θερμοκρασιών, μετατρέπει σε τέφρα τα υλικά που τοποθετούνται σ' αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτεφρωτήρας