↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το αντιπύρ
      γενική του αντιπυρός
    αιτιατική το αντιπύρ
     κλητική αντιπύρ
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπύρ < αντι- + πυρ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπύρ ουδέτερο

  • ελεγχόμενη φωτιά η οποία ανάβεται με σκοπό να ανακόψει την πορεία άλλης, ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς, συνήθως σε χρήση σε δασικές εκτάσεις
    ※  Τη δυνατότητα χρήσης του αντιπυρός και της κατάκαυσης θα έχουν στο εξής οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής. (Φωτιές: Τι είναι η μέθοδος «αντιπύρ» που βρίσκεται πια στη φαρέτρα των πυροσβεστών - Πότε θα μπορεί να εφαρμόζεται εφημ. Έθνος, 25/06/2022 [1])

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία