backfire
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | backfire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backfires |
αόριστος | backfired |
παθητική μετοχή | backfired |
ενεργητική μετοχή | backfiring |
backfire (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίθετο