αρχιδιάκονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρχιδιάκονος | οι | αρχιδιάκονοι |
γενική | του | αρχιδιάκονου & αρχιδιακόνου |
των | αρχιδιάκονων & αρχιδιακόνων |
αιτιατική | τον | αρχιδιάκονο | τους | αρχιδιάκονους & αρχιδιακόνους |
κλητική | αρχιδιάκονε | αρχιδιάκονοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχιδιάκονος < μεσαιωνική ελληνική ἀρχιδιάκονος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρχι- + διάκονος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιδιάκονος αρσενικό
- (χριστιανισμός) τιμητικός τίτλος ηλικιωμένου διακόνου
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχιδιάκονος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρχιδιάκονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας