πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιδιάκονος οι αρχιδιάκονοι
      γενική του αρχιδιάκονου
& αρχιδιακόνου
των αρχιδιάκονων
& αρχιδιακόνων
    αιτιατική τον αρχιδιάκονο τους αρχιδιάκονους
& αρχιδιακόνους
     κλητική αρχιδιάκονε αρχιδιάκονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιδιάκονος < μεσαιωνική ελληνική ἀρχιδιάκονος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρχι- + διάκονος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιδιάκονος αρσενικό

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία