↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιόκαλος η λιόκαλη το λιόκαλο
      γενική του λιόκαλου της λιόκαλης του λιόκαλου
    αιτιατική τον λιόκαλο τη λιόκαλη το λιόκαλο
     κλητική λιόκαλε λιόκαλη λιόκαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιόκαλοι οι λιόκαλες τα λιόκαλα
      γενική των λιόκαλων των λιόκαλων των λιόκαλων
    αιτιατική τους λιόκαλους τις λιόκαλες τα λιόκαλα
     κλητική λιόκαλοι λιόκαλες λιόκαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιόκαλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιόκαλος (όμορφος σαν τον ήλιο) με αποβολή του αρχικού φωνήεντος (ήλιος) λιό- + καλός < αρχαία ελληνική κάλλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʎo.ka.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιό‐κα‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

λιόκαλος, -η, -ο

  • (λογοτεχνικό) πανέμορφος σαν τον ήλιο, πεντάμορφος
    ※  Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα,
    κ' η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
    Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
    και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφήνει
    τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνεις
    όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.
    Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά (1886–1910), Λόγος έβδομος
    (Επίσκεψη του Βασιλείου Β΄στην Παναγία Αθηνιώτισσα του Παρθενώνα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)