κρεούργημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρεούργημα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κρεούργημα. Μορφολογικά αναλύεται σε κρεουργώ, κρεουργη- + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾeˈuɾ.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐ούρ‐γη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεούργημα[1] ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κρεουργώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρεούργημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Όροι με κρεούργημα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεούργημα < αρχαία ελληνική κρεουργῶ (-έω), κρεουργη- + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεούργημα ουδέτερο
- το κρεούργημα, η κρεούργηση, το λιάνισμα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κρεουργός
Πηγές
επεξεργασία- κρεούργημα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)