Δείτε επίσης: κρεουργῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρεουργῶ, συνηρημένος τύπος του κρεουργέω < αρχαία ελληνική κρέας + {ἔργον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾe.uɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐ουρ‐γώ

κρεουργώ (παθητική φωνή: κρεουργούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία