Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεουργία οι κρεουργίες
      γενική της κρεουργίας των κρεουργιών
    αιτιατική την κρεουργία τις κρεουργίες
     κλητική κρεουργία κρεουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεουργία < ελληνιστική κοινή κρεουργία < κρεουργέω / κρεουργῶ < αρχαία ελληνική κρέας + ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεουργία[1] θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κρεουργία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)