Κατηγορία:Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγια διαχρονικά δάνεια » από την καθαρεύουσα « Ετυμολογία « Καθαρεύουσα « Νέα ελληνικά |
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 765 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβδηριτικώς
- αγαλματίδιο
- αγιογραφία
- αγλαοί καρποί
- αγρανάπαυση
- αδασμολογήτως
- αδρότητα
- αερολιμένας
- αθέτωση
- Αθήνησι
- αιματόχρους
- αιτιοκρατούμαι
- αιτιότητα
- ακτινίδες
- ακτίνιο
- Αλεξανδρούπολη
- αλεξίπτωτο
- αλληλοδιαδόχως
- Αλλούβιο
- αλλούβιο
- αλματώδης
- αμετακλήτως
- αμπαλάγιο
- αναζωογόνηση
- ανακουφιστήριο
- αναπαλαίωση
- αναπαράσταση
- αναποκατάστατος
- ανεκτικότητα
- ανελαστικός
- ανεπιστημονικώς
- ανευθυνότητα
- ανευφημία
- ανηθικότητα
- ανηλικότητα
- ανησυχώ
- ανθοκήπιο
- ανόπτηση
- ανορθογραφία
- αντεθνικώς
- αντενεργών
- αντιγόνο
- αντικειμενοποίηση
- αντισυφιλιδικός
- αξιολόγηση
- άπαξ λεγόμενον
- άπελπις
- αποθαρρύνω
- αποθαυμασμός
- απολυταρχικώς
- απόσαξη
- αποσιωπητήρας
- αποτελεσματικώς
- αποτελμάτωση
- αποτιτάνωση
- αποτρεπτικώς
- αποφώλιο τέρας
- αποχαυνώνω
- αποχωρητήριο
- απραγμονώ
- απροκάλυπτος
- απροκαταλήπτως
- απρόκλητος
- απρονοήτως
- απροσκλήτως
- απροσποιήτως
- απρωτοκόλλητος
- αραβίδα
- αραιόμετρο
- αραχίδα
- αριθμητήριο
- αριστοτεχνικώς
- αρνησίπατρις
- αρτηριοσκλήρυνση
- αρτηριοσκλήρωση
- αρτοπλασία
- αρχοντολόγιο
- ασβέστιο
- ασετυλίνη
- ασιατισμός
- αστείο
- αστυφύλακας
- ασυμβιβάστως
- ασυνάρμοστος
- ασυστόλως
- ασύχναστος
- άσφαιρος
- ατμήρης
- ατμοτελωνίδα
- ατομικώς
- αυταπάρνηση
- αυτοσχεδίως
- αφ' ης στιγμής
- αφίχθη
- αφίχθην
- αφίχθησαν
- άχρι
- αχρονολογήτως
Γ
Δ
- δεξιοτεχνικώς
- δεοντολογικώς
- δεσμευτικώς
- δηκτικότητα
- δηλοποίηση
- δημιουργικότητα
- δημογραφικώς
- διαδοχικώς
- διακύμανση
- διαλλακτικότητα
- διασταύρωση
- διαστρέβλωση
- διατί
- διαφήμιση
- διαχειριστικώς
- διαχυτικώς
- διεγερσιμότητα
- διεθνικότητα
- διερώτηση
- διευθυντήριο
- δικαιωματικώς
- δικονομικώς
- δικτατορικώς
- διοικητικώς
- δι' ολίγων
- διπλόθεμος
- δισεκατομμύριο
- δισεκατομμυριούχος
- διφθερίτιδα
- δοκίμιο
- δολοφονικώς
- δουλεμπόριο
- δυνάμει
- δυναμικώς
- δυνητικώς
- δυτικόφρων
- δυτικώς
Ε
- έγγραφο
- εθελοντικώς
- εθιμοτυπικώς
- εθιστικός
- εθνεγέρτης
- εθνεγερτικός
- εθνογραφικώς
- εθνολογικώς
- εθνόσημο
- εικονογραφικώς
- ειρήσθω εν παρόδω
- εκατοστημόριο
- εκατοστόγραμμο
- εκδορεύς
- εκθαμβώνω
- εκκαθαριστικώς
- εκκεντρικώς
- εκκοκκιστήριο
- εκκρεμότητα
- εκκύβευση
- εκλεκτικότητα
- εκμετάλλευση
- εκμυστηρευτικώς
- εκόντως
- εκπαραθύρωση
- εκπόνηση
- εκπροθέσμως
- εκπτωτικώς
- εκτρωματικώς
- εκ των πραγμάτων
- ελασματοποίηση
- ελαττωματικώς
- ελεφαντοστούν
- εμβαλάγιο
- εμπαικτικώς
- εμπεριστατωμένος
- εμπιστευτικώς
- εμποροπανήγυρη
- εμπρηστικώς
- εν αγνοία
- εν αδίκω
- εν αμύνη
- εν ανάγκη
- εν αναδύσει
- εν αναμονή
- εν αντιθέσει
- εναντιομόρφως
- εν αποστρατεία
- εν αποσυνθέσει
- εν απουσία
- εν αταξία
- εν βρασμώ ψυχής