πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκατοστόγραμμο τα εκατοστόγραμμα
      γενική του εκατοστόγραμμου
& εκατοστογράμμου
των εκατοστόγραμμων
& εκατοστογράμμων
    αιτιατική το εκατοστόγραμμο τα εκατοστόγραμμα
     κλητική εκατοστόγραμμο εκατοστόγραμμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ka.toˈsto.ɣɾa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκατοστόγραμμο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκατοστόγραμμο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία