Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιλιοστόγραμμο τα χιλιοστόγραμμα
      γενική του χιλιοστόγραμμου
χιλιοστογράμμου
των χιλιοστόγραμμων
χιλιοστογράμμων
    αιτιατική το χιλιοστόγραμμο τα χιλιοστόγραμμα
     κλητική χιλιοστόγραμμο χιλιοστόγραμμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλιοστόγραμμο < (καθαρεύουσα) χιλιοστό- + -γραμμον < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική milligramme [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιλιοστόγραμμο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία