εκμυστηρευτικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμυστηρευτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκμυστηρευτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εκμυστηρευτικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαεκμυστηρευτικώς
Πηγές
επεξεργασία- «εκμυστήρευση (& εκμυστηρευτικός, εκμυστηρευτικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)