Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμποροπανήγυρη οι εμποροπανηγύρεις
      γενική της εμποροπανήγυρης* των εμποροπανηγύρεων
    αιτιατική την εμποροπανήγυρη τις εμποροπανηγύρεις
     κλητική εμποροπανήγυρη εμποροπανηγύρεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμποροπανηγύρεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμποροπανήγυρη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμποροπανήγυρ(ις) + < εμπορο- + πανήγυρις [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμποροπανήγυρη θηλυκό

  • (λόγιο) υπαίθριο παζάρι εμπορευμάτων ή προϊόντων, που διοργανώνεται για λίγες μέρες κάθε χρόνο, συνήθως με την ευκαιρία μιας θρησκευτικής εορτής
    ※  Όσον αφορά τις εμποροπανηγύρεις, είπε ότι θα υπάρξει αύξηση των ημερών και έτσι από τρεις ημέρες θα διαρκούν πέντε και στις περιόδους των χριστουγεννιάτικων και πασχαλινών εορτών δέκα ημέρες.(tovima.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία