εκκοκκιστήριο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκκοκκιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκκοκκιστήριον < ε(ἐ)κκοκκίζωεκκοκισ- + -τήριον (-τήριο)[1] < (ελληνιστική κοινή) ἐκκοκκίζω < ἐκ + κόκκος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ko.ciˈsti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κοκ‐κι‐στή‐ρι‐ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκκοκκιστήριο ουδέτερο
- εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου γίνεται ο εκκοκκισμός
- ↪ εκκοκκιστήριο βάμβακος, αραβοσίτου, καννάβεως
- ↪ εκκοκκιστήριο λιναριού, ρυζιού
- συσκευή εκκόκισης[2]
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ εκκοκκιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)