Δείτε επίσης: ἀντενεργῶν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντενεργών η αντενεργούσα το αντενεργούν
      γενική του αντενεργούντος
αντενεργούντα1
της αντενεργούσας
αντενεργούσης*
του αντενεργούντος
    αιτιατική τον αντενεργούντα την αντενεργούσα το αντενεργούν
     κλητική αντενεργών αντενεργούσα αντενεργούν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντενεργούντες οι αντενεργούσες τα αντενεργούντα
      γενική των αντενεργούντων των αντενεργουσών των αντενεργούντων
    αιτιατική τους αντενεργούντες τις αντενεργούσες τα αντενεργούντα
     κλητική αντενεργούντες αντενεργούσες αντενεργούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντενεργών < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀντενεργῶν ((ελληνιστική κοινήἀντενεργῶ). Μορφολογικά αναλύεται σε αντ- + ενεργών.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.de.nerˈɣon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντε‐νερ‐γών
παλιότερος συλλαβισμός: αν‐τε‐νερ‐γών

  Επίθετο επεξεργασία

αντενεργών, -ούσα, -ούν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία