διοικητικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διοικητικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διοικητικῶς (μαρτυρείται από το 1854) [1] < ελληνιστική κοινή διοικητικός. Συγχρονικά αναλύεται σε διοικητικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
διοικητικώς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 295, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές επεξεργασία
- «διοικητικός (& διοικητικά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)