διοικητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διοικητικά < διοικητικός + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.i.ci.tiˈka/
Επίρρημα
επεξεργασίαδιοικητικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία διοικητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιοικητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διοικητικός