administratively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- administratively < administrative + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαadministratively (en)
- διοικητικά
- ⮡ an area separated administratively into districts - περιοχή διαιρεμένη διοικητικά σε περιφέρειες