Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απραγμονώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπραγμονῶ (κλίση -έω, με αόριστο: ἠπραγμόνησα) < αρχαία ελληνική ἀπράγμων (απράγμων)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pɾaɣ.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πραγ‐μο‐νώ

  Ρήμα επεξεργασία

απραγμονώ, -είς, -εί, ... ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία