εκκαθαριστικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκαθαριστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκκαθαριστικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εκκαθαριστικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
εκκαθαριστικώς
Πηγές επεξεργασία
- εκκαθαριστικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)