Ετυμολογία

επεξεργασία
εκόντως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἑκόντως

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈkon.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κό‐ντως

  Επίρρημα

επεξεργασία

εκόντως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • εκόντωςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)