δημογραφικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημογραφικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δημογραφικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε δημογραφικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
δημογραφικώς
- (παρωχημένο) δημογραφικά, από δημογραφική άποψη
Πηγές επεξεργασία
- «δημογραφικός (& δημογραφικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)