Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλόθεμος η διπλόθεμη το διπλόθεμο
      γενική του διπλόθεμου της διπλόθεμης του διπλόθεμου
    αιτιατική τον διπλόθεμο τη διπλόθεμη το διπλόθεμο
     κλητική διπλόθεμε διπλόθεμη διπλόθεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλόθεμοι οι διπλόθεμες τα διπλόθεμα
      γενική των διπλόθεμων των διπλόθεμων των διπλόθεμων
    αιτιατική τους διπλόθεμους τις διπλόθεμες τα διπλόθεμα
     κλητική διπλόθεμοι διπλόθεμες διπλόθεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλόθεμος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διπλόθεμος, -ος, -ον. Συγχρονικά αναλύεται σε διπλό- + θέμ(α) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈplo.θe.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐πλό‐θε‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

διπλόθεμος, -η, -ο

  • (γραμματική) για λέξη που έχει δύο θέματα κατά την κλίση της
    Ενα μονόθεμο αρχαίο ουσιαστικό είναι το «ὁ χιτών, τοῦ χιτῶν-ος». Το θέμα του δεν αλλάζει, το ωμέγα παραμένει. Αντίθετα, το «ὁ ἡγεμών, τοῦ ἡγεμόν-ος» είναι διπλόθεμο· ἡγεμων- ἡγεμον-. Υπάρχουν και λέξεις με τρία θέματα όπως το πατήρ.
    Ένα διπλόθεμο νεοελληνικό ουσιαστικό είναι το «ο ψαράς», οι ψαράδες ψαρα-, ψαραδ-.
    ※  1931 Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [γραφή:πολυτονική]. §64
    Ἐκ τῶν τριτοκλίτων ὀνομάτων: 1) ἄλλα μὲν εἶναι μονόθεμα, ἤτοι σχηματίζονται ἀπὸ ἓν θέμα πάσας τὰς πτώσεις (σωλήν, σωλῆνος κλπ.), ἄλλα δὲ εἶναι διπλόθεμα, ἤτοι σχηματίζονται ἀπὸ δύο θέματα (λιμήν, λιμένος κλπ,)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δις, διπλός και θέμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διπλόθεμος τὸ διπλόθεμον
      γενική τοῦ/τῆς διπλοθέμου τοῦ διπλοθέμου
      δοτική τῷ/τῇ διπλοθέμ τῷ διπλοθέμ
    αιτιατική τὸν/τὴν διπλόθεμον τὸ διπλόθεμον
     κλητική ! διπλόθεμε διπλόθεμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διπλόθεμοι τὰ διπλόθεμα
      γενική τῶν διπλοθέμων τῶν διπλοθέμων
      δοτική τοῖς/ταῖς διπλοθέμοις τοῖς διπλοθέμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διπλοθέμους τὰ διπλόθεμα
     κλητική ! διπλόθεμοι διπλόθεμα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διπλόθεμος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία