Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόθεμος η μονόθεμη το μονόθεμο
      γενική του μονόθεμου της μονόθεμης του μονόθεμου
    αιτιατική τον μονόθεμο τη μονόθεμη το μονόθεμο
     κλητική μονόθεμε μονόθεμη μονόθεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόθεμοι οι μονόθεμες τα μονόθεμα
      γενική των μονόθεμων των μονόθεμων των μονόθεμων
    αιτιατική τους μονόθεμους τις μονόθεμες τα μονόθεμα
     κλητική μονόθεμοι μονόθεμες μονόθεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόθεμος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μονόθεμος, -ος, -ον. Συγχρονικά αναλύεται σε μονό- + θέμ(α) + -ος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.θe.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐θε‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόθεμος, -η, -ο

  • (γραμματική) για λέξη που το θέμα της παραμένει αμετάβλητο και μοναδικό, κατά την κλίση της
    Ενα μονόθεμο αρχαίο ουσιαστικό είναι το «ὁ χιτών, τοῦ χιτῶν-ος». Το θέμα του δεν αλλάζει, το ωμέγα παραμ;eνει. Αντίθετα, το «ὁ ἡγεμών, τοῦ ἡγεμόν-ος» είναι διπλόθεμο· ἡγεμων- ἡγεμον-.
    ※  1931 Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [γραφή:πολυτονική]. §64
    Ἐκ τῶν τριτοκλίτων ὀνομάτων: 1) ἄλλα μὲν εἶναι μονόθεμα, ἤτοι σχηματίζονται ἀπὸ ἓν θέμα πάσας τὰς πτώσεις (σωλήν, σωλῆνος κλπ.), ἄλλα δὲ εἶναι διπλόθεμα, ἤτοι σχηματίζονται ἀπὸ δύο θέματα (λιμήν, λιμένος κλπ,)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μόνος και θέμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μονόθεμος τὸ μονόθεμον
      γενική τοῦ/τῆς μονοθέμου τοῦ μονοθέμου
      δοτική τῷ/τῇ μονοθέμ τῷ μονοθέμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόθεμον τὸ μονόθεμον
     κλητική ! μονόθεμε μονόθεμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονόθεμοι τὰ μονόθεμα
      γενική τῶν μονοθέμων τῶν μονοθέμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονοθέμοις τοῖς μονοθέμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονοθέμους τὰ μονόθεμα
     κλητική ! μονόθεμοι μονόθεμα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μονόθεμος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία