εκδορεύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκδορεύς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκδορεύς, ήδη από το 1886[1] < αρχαία ελληνική ἐκδέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκδορεύς αρσενικό → δείτε κλιτικούς τύπους από την κλίση στην καθαρεύουσα ἐκδορεύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκδορεύς
→ δείτε τη λέξη εκδορέας |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 336, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)