Δείτε επίσης: ἀσυνάρμοστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνάρμοστος η ασυνάρμοστος
ασυνάρμοστη
το ασυνάρμοστο
      γενική του ασυναρμόστου
ασυνάρμοστου
της ασυναρμόστου
ασυνάρμοστης
του ασυναρμόστου
ασυνάρμοστου
    αιτιατική τον ασυνάρμοστο την ασυνάρμοστο
ασυνάρμοστη
το ασυνάρμοστο
     κλητική ασυνάρμοστε ασυνάρμοστε
ασυνάρμοστη
ασυνάρμοστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνάρμοστοι οι ασυνάρμοστοι
ασυνάρμοστες
τα ασυνάρμοστα
      γενική των ασυναρμόστων
ασυνάρμοστων
των ασυναρμόστων
ασυνάρμοστων
των ασυναρμόστων
ασυνάρμοστων
    αιτιατική τους ασυναρμόστους
ασυνάρμοστους
τις ασυναρμόστους
ασυνάρμοστες
τα ασυνάρμοστα
     κλητική ασυνάρμοστοι ασυνάρμοστοι
ασυνάρμοστες
ασυνάρμοστα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυνάρμοστος < καθαρεύουσα ἀσυνάρμοστος[1] < ελληνιστική κοινή ἀσυνάρμοστος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- + |συναρμόζω + (συν-αρμόζω) συναρμοσ-

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυνάρμοστος -ος/-η, ον

  1. που δεν έχει συναρμοστεί
  2. που δεν ταιριάζει, αταίριαστος
    ※  Τὸ ὥσπερ δεῦρ᾽ ἀπεζύγην πόδας ἑρμηνεύουσι: «καθὼς διηύθυνα πρὸς τὰ ἐδῶ τοὺς πόδας μου». Κατὰ τὴν συνήθη ταύτην ἑρμηνείαν ὀρθῶς εἴκασεν ὁ Stanley πόδα, ἀλλ' ἡ ἑρμηνεία αὔτη πολλαχῶς ἀσυνάρμοστος. (Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. Γ΄ [1906-1907] (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Δ. Σακελλαρίου, 1909), σ. 130).
    (σχολιάζεται η μετάφραση του στίχου 676 των 'Χοηφόρων' του Αισχύλου)
    ※  Και μαζί ο κόσμος είναι όχι ένας εκεί που τον ευρίσκομε ωρισμένα ασυνταίριαστο και ασυνάρμοστο. Και το ένα και το πολλαπλό είναι όμοια αληθινά στοιχεία, κατά την περίσταση. Ούτε σύμπαν υπάρχει αγνό και απλό, ούτε πολλαπλόκοσμος καθαρός και αδιάλλακτος. (Κωστής Παλαμάς, Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου, Η ποιητική μου, τόμος Α΄, εκδ. Ιωάννης Δ, Κολλάρος & Σια, 1933)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ασυνάρμοστοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ασυνάρμοστος - Ψηφιακό Αρχείο Γεωργακά στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .