Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυναμικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δυναμικῶς < δυναμικός. Συγχρονικά αναλύεται σε δυναμικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

δυναμικώς

  Πηγές επεξεργασία