εκλεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκλεκτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκλεκτικ(ότης) + -ότητα < → δείτε τη λέξη εκλεκτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kle.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλε‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκλεκτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εκλεκτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκλεκτικότητα
|