εκκύβευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκκύβευση | οι | εκκυβεύσεις |
γενική | της | εκκύβευσης* | των | εκκυβεύσεων |
αιτιατική | την | εκκύβευση | τις | εκκυβεύσεις |
κλητική | εκκύβευση | εκκυβεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκυβεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκύβευση < καθαρεύουσα ἐκκύβευ(σις) + -ση < ἐκκυβεύ(ω) + -σις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈci.vef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κύ‐βευ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκκύβευση θηλυκό
- (νομικός όρος) η ενέργεια του εκκυβεύω, η εξαγωγή των νικηφόρων λαχνών σε κλήρωση
- ※ Επομένως η μετά την επιτυχή εκκύβευση παράνομη ιδιοποίηση του ξένου λαχείου ή του αριθμολαχείου, το οποίο πλέον ανήκει στην κυριότητα του αγοραστή, συνιστά υπεξαίρεση. (Απόφαση 855 / 2011 του Αρείου Πάγου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκκύβευση
|
Πηγές επεξεργασία
- «ἐκκύβευσις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .