Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκύβευση οι εκκυβεύσεις
      γενική της εκκύβευσης* των εκκυβεύσεων
    αιτιατική την εκκύβευση τις εκκυβεύσεις
     κλητική εκκύβευση εκκυβεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκυβεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκύβευση < καθαρεύουσα ἐκκύβευ(σις) + -ση < ἐκκυβεύ(ω) + -σις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈci.vef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κύ‐βευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκκύβευση θηλυκό

  • (νομικός όρος) η ενέργεια του εκκυβεύω, η εξαγωγή των νικηφόρων λαχνών σε κλήρωση
    ※  Επομένως η μετά την επιτυχή εκκύβευση παράνομη ιδιοποίηση του ξένου λαχείου ή του αριθμολαχείου, το οποίο πλέον ανήκει στην κυριότητα του αγοραστή, συνιστά υπεξαίρεση. (Απόφαση 855 / 2011 του Αρείου Πάγου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία