Δείτε επίσης: ἐκκυβεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκυβεύω < (καθαρεύουσα) ἐκκυβεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκυβεύω (παίζω στα ζάρια, διακυβεύω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ciˈve.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐κυ‐βεύ‐ω

εκκυβεύω, αόρ.: εκκύβευσα, παθ.φωνή: εκκυβεύομαι, π.αόρ.: εκκυβεύθηκα/εκκυβεύθην

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία