εκκυβεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκυβεύω < (καθαρεύουσα) ἐκκυβεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκυβεύω (παίζω στα ζάρια, διακυβεύω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ciˈve.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κυ‐βεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαεκκυβεύω, αόρ.: εκκύβευσα, παθ.φωνή: εκκυβεύομαι, π.αόρ.: εκκυβεύθηκα/εκκυβεύθην
- (νομικός όρος) βγάζω από την κληρωτίδα τους λαχνούς που κερδίζουν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκυβεύω | εκκύβευα | θα εκκυβεύω | να εκκυβεύω | εκκυβεύοντας | |
β' ενικ. | εκκυβεύεις | εκκύβευες | θα εκκυβεύεις | να εκκυβεύεις | εκκύβευε | |
γ' ενικ. | εκκυβεύει | εκκύβευε | θα εκκυβεύει | να εκκυβεύει | ||
α' πληθ. | εκκυβεύουμε | εκκυβεύαμε | θα εκκυβεύουμε | να εκκυβεύουμε | ||
β' πληθ. | εκκυβεύετε | εκκυβεύατε | θα εκκυβεύετε | να εκκυβεύετε | εκκυβεύετε | |
γ' πληθ. | εκκυβεύουν(ε) | εκκύβευαν εκκυβεύαν(ε) |
θα εκκυβεύουν(ε) | να εκκυβεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκύβευσα | θα εκκυβεύσω | να εκκυβεύσω | εκκυβεύσει | ||
β' ενικ. | εκκύβευσες | θα εκκυβεύσεις | να εκκυβεύσεις | εκκύβευσε | ||
γ' ενικ. | εκκύβευσε | θα εκκυβεύσει | να εκκυβεύσει | |||
α' πληθ. | εκκυβεύσαμε | θα εκκυβεύσουμε | να εκκυβεύσουμε | |||
β' πληθ. | εκκυβεύσατε | θα εκκυβεύσετε | να εκκυβεύσετε | εκκυβεύστε | ||
γ' πληθ. | εκκύβευσαν εκκυβεύσαν(ε) |
θα εκκυβεύσουν(ε) | να εκκυβεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκκυβεύσει | είχα εκκυβεύσει | θα έχω εκκυβεύσει | να έχω εκκυβεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκκυβεύσει | είχες εκκυβεύσει | θα έχεις εκκυβεύσει | να έχεις εκκυβεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκκυβεύσει | είχε εκκυβεύσει | θα έχει εκκυβεύσει | να έχει εκκυβεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκυβεύσει | είχαμε εκκυβεύσει | θα έχουμε εκκυβεύσει | να έχουμε εκκυβεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκκυβεύσει | είχατε εκκυβεύσει | θα έχετε εκκυβεύσει | να έχετε εκκυβεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκυβεύσει | είχαν εκκυβεύσει | θα έχουν εκκυβεύσει | να έχουν εκκυβεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκυβεύομαι | εκκυβευόμουν(α) | θα εκκυβεύομαι | να εκκυβεύομαι | ||
β' ενικ. | εκκυβεύεσαι | εκκυβευόσουν(α) | θα εκκυβεύεσαι | να εκκυβεύεσαι | ||
γ' ενικ. | εκκυβεύεται | εκκυβευόταν(ε) | θα εκκυβεύεται | να εκκυβεύεται | ||
α' πληθ. | εκκυβευόμαστε | εκκυβευόμαστε εκκυβευόμασταν |
θα εκκυβευόμαστε | να εκκυβευόμαστε | ||
β' πληθ. | εκκυβεύεστε | εκκυβευόσαστε εκκυβευόσασταν |
θα εκκυβεύεστε | να εκκυβεύεστε | εκκυβεύεστε | |
γ' πληθ. | εκκυβεύονται | εκκυβεύονταν εκκυβευόντουσαν |
θα εκκυβεύονται | να εκκυβεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκυβεύθηκα | θα εκκυβευθώ | να εκκυβευθώ | εκκυβευθεί | ||
β' ενικ. | εκκυβεύθηκες | θα εκκυβευθείς | να εκκυβευθείς | εκκύβευσου | ||
γ' ενικ. | εκκυβεύθηκε | θα εκκυβευθεί | να εκκυβευθεί | |||
α' πληθ. | εκκυβευθήκαμε | θα εκκυβευθούμε | να εκκυβευθούμε | |||
β' πληθ. | εκκυβευθήκατε | θα εκκυβευθείτε | να εκκυβευθείτε | εκκυβευθείτε | ||
γ' πληθ. | εκκυβεύθηκαν εκκυβευθήκαν(ε) |
θα εκκυβευθούν(ε) | να εκκυβευθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκκυβευθεί | είχα εκκυβευθεί | θα έχω εκκυβευθεί | να έχω εκκυβευθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εκκυβευθεί | είχες εκκυβευθεί | θα έχεις εκκυβευθεί | να έχεις εκκυβευθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκκυβευθεί | είχε εκκυβευθεί | θα έχει εκκυβευθεί | να έχει εκκυβευθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκυβευθεί | είχαμε εκκυβευθεί | θα έχουμε εκκυβευθεί | να έχουμε εκκυβευθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκκυβευθεί | είχατε εκκυβευθεί | θα έχετε εκκυβευθεί | να έχετε εκκυβευθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκυβευθεί | είχαν εκκυβευθεί | θα έχουν εκκυβευθεί | να έχουν εκκυβευθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκκυβεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .