Δείτε επίσης: εκκυβεύω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκκυβεύω < ἐκ- + κυβεύω. Δείτε κύβος

  Ρήμα επεξεργασία

ἐκκυβεύω

  1. παίζω ζάρια
  2. (μεταφορικά) ρισκάρω, διακυβεύω
  3. (μεσοπαθητική:) ἐκκυβεύομαι, χάνω στα ζάρια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κύβος

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία