ανεπιστημονικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπιστημονικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνεπιστημονικῶς < αρχαία ελληνική ἀνεπιστημονικός
Επίρρημα επεξεργασία
ανεπιστημονικώς
Πηγές επεξεργασία
- ανεπιστημονικώς - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας