δηλοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δηλοποίηση | οι | δηλοποιήσεις |
γενική | της | δηλοποίησης* | των | δηλοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δηλοποίηση | τις | δηλοποιήσεις |
κλητική | δηλοποίηση | δηλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δηλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δηλοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δηλοποίη(σις) + -ση ή δηλοποι(ώ), δηλοποιη- + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδηλοποίηση θηλυκό
- (σπάνιο, λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δηλοποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δηλοποίηση
|
Πηγές
επεξεργασία- δηλοποίηση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)