Δείτε επίσης: δηλοποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηλοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δηλοποιῶ, συνηρημένος τύπος του δηλοποιέω

  Ρήμα επεξεργασία

δηλοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία