Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναποκατάστατος η αναποκατάστατη το αναποκατάστατο
      γενική του αναποκατάστατου της αναποκατάστατης του αναποκατάστατου
    αιτιατική τον αναποκατάστατο την αναποκατάστατη το αναποκατάστατο
     κλητική αναποκατάστατε αναποκατάστατη αναποκατάστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναποκατάστατοι οι αναποκατάστατες τα αναποκατάστατα
      γενική των αναποκατάστατων των αναποκατάστατων των αναποκατάστατων
    αιτιατική τους αναποκατάστατους τις αναποκατάστατες τα αναποκατάστατα
     κλητική αναποκατάστατοι αναποκατάστατες αναποκατάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναποκατάστατος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀναποκατάστατος. Με αν- στερητικό για το σχηματισμό του αντώνυμου του αποκατεστημένος, για να υπάρχει το αντίθετο του ἀποκατασθείς και της ἀποκατασταθείσης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.po.kaˈta.sta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐πο‐κα‐τά‐στα‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αναποκατάστατος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δικαιωθεί ηθικά
  2. που δεν έχει λύσει το οικονομικό, επαγγελματικό του πρόβλημα
    ※  Όσο είναι κανείς νέος, αναποκατάστατος ακόμη, είναι ανήσυχος για το μέλλον. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])
  3. (παρωχημένο) που δεν έχει παντρευτεί, δεν έχει αποκατασταθεί οικονομικά (για ανύπαντρες γυναίκες που μπορούσαν τον περασμένο αιώνα να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης και της κοινωνικής αποδοχής μόνον ή κυρίως με το γάμο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία