αθέτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθέτωση | οι | αθετώσεις |
γενική | της | αθέτωσης* | των | αθετώσεων |
αιτιατική | την | αθέτωση | τις | αθετώσεις |
κλητική | αθέτωση | αθετώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθετώσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αθέτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα αθέτωσις < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική athetosis < νεολατινική < αρχαία ελληνική ἄθετ(ος) + -ωσις > -ωση[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈθe.to.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θέ‐τω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθέτωση θηλυκό
- (ιατρική) νευρολογική πάθηση κατά την οποία παρατηρούνται αργές, ακανόνιστες, ελικοειδείς κινήσεις των άνω άκρων, ειδικά της άκρας χείρας και των δακτύλων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.