Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτιτάνωση οι αποτιτανώσεις
      γενική της αποτιτάνωσης* των αποτιτανώσεων
    αιτιατική την αποτιτάνωση τις αποτιτανώσεις
     κλητική αποτιτάνωση αποτιτανώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτιτανώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτιτάνωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποτιτάνωσις < ἀποτιτανοῦμαι < ἀπό + (ελληνιστική κοινή) τιτανοῦμαι [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποτιτάνωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αποτιτάνωσηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας