Ουσιαστικό

επεξεργασία

calcification (en)

  1. ασβεστοποίηση
  2. (ιατρική) ασβέστωση, αποτιτάνωση
    • προσασβέστωση, επασβέστωση, επιασβέστωση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kal.si.fi.ka.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calcification calcifications

calcification (fr) θηλυκό

  1. η ασβεστοποίηση