Ουσιαστικό

επεξεργασία

calcification (en)

  1. ασβεστοποίηση
  2. (ιατρική) ασβέστωση, αποτιτάνωση
    • προσασβέστωση, επασβέστωση, επιασβέστωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calcification calcifications

calcification (fr) θηλυκό

  1. η ασβεστοποίηση