ασβέστωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασβέστωση | οι | ασβεστώσεις |
γενική | της | ασβέστωσης* | των | ασβεστώσεων |
αιτιατική | την | ασβέστωση | τις | ασβεστώσεις |
κλητική | ασβέστωση | ασβεστώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ασβεστώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαασβέστωση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασβέστωση
|