Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ασβεστώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασβεστώνω
  2. θα ασβεστώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασβεστώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ασβεστώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασβέστωση