εμπρηστικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπρηστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμπρηστικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εμπρηστικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαεμπρηστικώς
Πηγές
επεξεργασία- «εμπρηστικός (& εμπρηστικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)