↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυτικόφρων
δυτικόφρονας
η δυτικόφρων το δυτικόφρον
      γενική του δυτικόφρονος
δυτικόφρονα
της δυτικόφρονος του δυτικόφρονος
    αιτιατική τον δυτικόφρονα τη δυτικόφρονα το δυτικόφρον
     κλητική δυτικόφρων
δυτικόφρονα
δυτικόφρων δυτικόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυτικόφρονες οι δυτικόφρονες τα δυτικόφρονα
      γενική των δυτικοφρόνων των δυτικοφρόνων των δυτικοφρόνων
    αιτιατική τους δυτικόφρονες τις δυτικόφρονες τα δυτικόφρονα
     κλητική δυτικόφρονες δυτικόφρονες δυτικόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυτικόφρων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δυτικόφρων,[1] (με διαφορετική σημασία) δυτικό- + -φρων

  Επίθετο

επεξεργασία

δυτικόφρων, -ων, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυτικόφρων τὸ δυτικόφρον
      γενική τοῦ/τῆς δυτικόφρονος τοῦ δυτικόφρονος
      δοτική τῷ/τῇ δυτικόφρονι τῷ δυτικόφρονι
    αιτιατική τὸν/τὴν δυτικόφρονα τὸ δυτικόφρον
     κλητική ! δυτικόφρον δυτικόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυτικόφρονες τὰ δυτικόφρονα
      γενική τῶν δυτικοφρόνων τῶν δυτικοφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυτικόφροσι(ν) τοῖς δυτικόφροσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυτικόφρονας τὰ δυτικόφρονα
     κλητική ! δυτικόφρονες δυτικόφρονα
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

δυτικόφρων, -ων, -ον (καθαρεύουσα)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «δυτικόφρων» 2. Σπ. Τρικούπ. - σελ. 315, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    ΣτΕ: το 2. πιθανόν εννοεί τον Σπύρο Τρικούπη (1888‑1934) και όχι τον Σπυρίδωνα Τρικούπη (1788‑1873). Στον ίδιο συγγραφέα αποδίδει, ανάμεσα σ' άλλους, και το λήμμα «δυτικονότιος».
  2. «δυτικόφρων-ονος (ο, ἡ)» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    Το δίνει ως ουσιαστικό αρσενικό, θηλυκό. Πηγές του: Σέργιος Μακραίος. Εκκλ.Ιστ. εν Σάθ. 3. 3.4.