↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γηροκόμηση οι γηροκομήσεις
      γενική της γηροκόμησης των γηροκομήσεων
    αιτιατική τη γηροκόμηση τις γηροκομήσεις
     κλητική γηροκόμηση γηροκομήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γηροκόμηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γηροκόμη(σις) + -ση < γηροκομώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γηροκόμηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.