πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσφαιρος η άσφαιρη το άσφαιρο
      γενική του άσφαιρου της άσφαιρης του άσφαιρου
    αιτιατική τον άσφαιρο την άσφαιρη το άσφαιρο
     κλητική άσφαιρε άσφαιρη άσφαιρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσφαιροι οι άσφαιρες τα άσφαιρα
      γενική των άσφαιρων των άσφαιρων των άσφαιρων
    αιτιατική τους άσφαιρους τις άσφαιρες τα άσφαιρα
     κλητική άσφαιροι άσφαιρες άσφαιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
άσφαιρος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἄσφαιρος, ήδη από το 1887.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ά- στερητικό + σφαίρ(α) + -ος [2][3]

άσφαιρος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) χωρίς σφαίρες, χωρίς βόλια
      Για τις ασκήσεις οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν άσφαιρα φυσίγγια.
     αντώνυμα: ένσφαιρος
  2. (μεταφορικά) που δεν πέτυχε το στόχο του
     συνώνυμα: αναποτελεσματικός, ατελέσφορος, αβλαβής, ακίνδυνος
  3. (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) στείρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. άσφαιρος, σελ.171, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. άσφαιρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. άσφαιρος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας