Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪˈnɒkjuəs/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

innocuous (en)

  1. ακίνδυνος, αβλαβής
  2. ανώδυνος, άκακος, που δεν προκαλεί εντάσεις ούτε βλάβη σε κάποιον
    an innocuous subject of conversation - ένα ανώδυνο θέμα συζήτησης