πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διερώτηση οι διερωτήσεις
      γενική της διερώτησης* των διερωτήσεων
    αιτιατική τη διερώτηση τις διερωτήσεις
     κλητική διερώτηση διερωτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διερωτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διερώτηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διερωτώμαι
  2. για τον ναυτικό όρο  δείτε στην καθαρεύουσα, το διερώτησις

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • s.v. «διερωτώμαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)