↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποθαυμασμός οι αποθαυμασμοί
      γενική του αποθαυμασμού των αποθαυμασμών
    αιτιατική τον αποθαυμασμό τους αποθαυμασμούς
     κλητική αποθαυμασμέ αποθαυμασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθαυμασμός < καθαρεύουσα ἀποθαυμασμός < αποθαυμάζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.θav.maˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐θαυ‐μα‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποθαυμασμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποθαυμασμόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας